lamintzana (i)glass jar for wine, oil etc. λαμιντζάνα (η)γυάλινο σκεύος για υγρά (λάδι, κρασί κτλ.) Λαμιντζάνα - Αφήγηση Μαρία ΑντρέουLamintzana - Narration Maria Andreou