sani(d)a or pinakoti (i) / voupposanido (to)[Milia Ammochostou]
wooden bread carrier
σανί(δ)α / πινακωτή (η) / βουπποσάνιδο (το) [Μηλιά Αμμοχώστου]
αντικείμενο μεταφοράς ψωμιών στον φούρνο
Ζύμωμα με σανίδα – Αφήγηση Μαρία Αντρέου
Kneading with a board - Narration Maria Andreou